Ο διαβήτης είναι μία μεταβολική ασθένεια κατά την οποία παρατηρείται αυξημένη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα (υπεργλυκαιμία). Η γλυκόζη χρησιμοποιείται από τον οργανισμό ως το κατ’ εξοχήν καύσιμο για τη λειτουργία του και προέρχεται από την κατανάλωση των τροφών. Η γλυκόζη όμως για να εισχωρήσει στα κύτταρα χρειάζεται μία ορμόνη που παράγουν τα β-κύτταρα του παγκρέατος, που ονομάζεται ινσουλίνη. Οι υγιείς οργανισμοί μετά το φαγητό εκκρίνουν την ποσότητα της ινσουλίνης που χρειάζεται για να εισχωρήσει η γλυκόζη που υπάρχει στο αίμα προς τα κύτταρα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πέφτει η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα. Οι διαβητικοί ασθενείς είτε δεν παράγουν καθόλου ινσουλίνη (διαβήτης τύπου 1 ή ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης) είτε παράγουν μικρότερη από την αναγκαία ποσότητα ή τα κύτταρα δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην ινσουλίνη που παράγεται από το πάγκρεας, εμφανίζουν όπως λέγεται αντίσταση στην ινσουλίνη (διαβήτης τύπου 2 ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος). Η παραπάνω ποσότητα της γλυκόζης αποβάλλεται με την ούρηση. Υπάρχει και μία τρίτη κατηγορία ο διαβήτης κύησης που εμφανίζεται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί μετά τον τοκετό. Χρειάζεται όμως και αυτός υπεύθυνη αντιμετώπιση και θεραπεία γιατί μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υγεία της εγκύου αλλά και του νεογνού.
Ο διαβήτης αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2006 οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως ξεπερνούσαν τα 170 εκατομμύρια, και το 2030 αναμένεται να διπλασιαστούν καθώς η συχνότητα της νόσου αυξάνει ραγδαία. Στην Ελλάδα το 6% του γενικού πληθυσμού πάσχει από διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη. Ο διαβήτης είναι συχνότερος στον ανεπτυγμένο κόσμο (ιδιαίτερα ο διαβήτης τύπου 2) και φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με το λεγόμενο δυτικό τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τη διαβίωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, τον ανθυγιεινό τρόπο διατροφής και την καθιστική ζωή.
Δεν είναι απαραίτητο ότι εμφανίζει κάποιο συγκεκριμένο σύμπτωμα. Όμως συνηθέστερα είναι η συχνή ή έντονη δίψα, η συχνουρία ή πολυουρία, η πολυφαγία και το αίσθημα πείνας, η απώλεια σωματικού βάρους, η κόπωση. Η διάγνωση μπορεί να γίνει είτε με μια απλή εξέταση ούρων είτε πιο αναλυτικά με εξέταση αίματος.
Πολλές φορές πριν στοιχειοθετηθεί η διάγνωση του διαβήτη στον ασθενή περνά από μια κατάσταση, κατά την οποία τα επίπεδα του σακχάρου είναι υψηλότερα από το κανονικό, αλλά όχι αρκετά για να χαρακτηριστεί διαβητικός. Ο όρος προδιαβήτης ακούγεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια και αποτελεί μία κατάσταση που σε μεγάλο ποσοστό τα επόμενα χρόνια θα εξελιχθεί σε διαβήτη. Η έγκαιρη ενημέρωση, η συστηματική παρακολούθηση των τιμών της γλυκόζης του και η συμμόρφωση αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις μια καλή πορεία στη συνέχεια. Υπάρχουν σήμερα στα φαρμακεία σύγχρονες, μικρές και εύκολες στη χρήση συσκευές που βοηθούν τον ασθενή στο σωστό έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα του.
Ο διαβήτης χρειάζεται μια υπεύθυνη αντιμετώπιση, λόγω των επιπλοκών που ενδέχεται να επιφέρει. Όλες σχετίζονται με τα προβλήματα των αγγείων σε όλο το σώμα και τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσουν στα διάφορα όργανα. Καρδιαγγειακή νόσος, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες των νεύρων, του αμφιβληστροειδούς, στυτική δυσλειτουργία, αδυναμία επούλωσης τραυμάτων, γάγγραινα στα πόδια. Θα πρέπει όμως ο διαβητικός ασθενής να συνυπολογίσει και μια σειρά άλλων παραγόντων που μπορούν να επιταχύνουν την εμφάνιση των επιπλοκών όπως την αυξημένη χοληστερίνη, το κάπνισμα, την αρτηριακή υπέρταση και την εν γένει ανθυγιεινή ζωή, έλλειψη άσκησης και κακή διατροφή. Στις επιπλοκές θα πρέπει να αναφέρουμε και την υπογλυκαιμία δηλαδή την πτώση της συγκέντρωση της τιμής της γλυκόζης στο αίμα. Μπορεί να προκληθεί από μειωμένη λήψη τροφής ή μειωμένη λήψη υδατανθράκων, από έντονη σωματική άσκηση ή από αυξημένη δοσολογία της χρήσης των φαρμάκων. Ο ασθενής παρουσιάζει αυξημένη εφίδρωση, απώλεια συνείδησης, ή ακόμα μπορεί να πέσει σε κώμα. Αυτό που χρειάζεται είναι άμεση πρόσληψη γλυκόζης από το στόμα (καραμέλες, γλυκά, χυμούς με ζάχαρη κλπ) ή αν χρειαστεί και γλυκόζη σε ενέσιμη μορφή.
Εφ όσον διαγνωστεί ο διαβήτης τον πρώτο λόγο έχει ο γιατρός. Συνήθως παθολόγος, ενδοκρινολόγος ή διαβητολόγος. Για τον διαβήτη τύπου 1 είναι απαραίτητη χρήση της ινσουλίνης, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα παραγωγής της από τον ασθενή. Η μορφή αυτή είναι αυτοάνοσης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε παιδιά αλλά μπορεί να προσβάλλει και τους ενήλικες. Ο διαβήτης τύπου 2 είναι πιο συνήθης μορφή και ένα από τα πιο δημοφιλή νοσήματα των τελευταίων δεκαετιών. Κύρια αιτία ή προδιάθεση αν θέλετε είναι η παχυσαρκία, που προκύπτει συνήθως από την κακή διατροφή και την έλλειψη άσκησης, συμπτώματα των «αναπτυγμένων» κοινωνιών αυτών των τελευταίων χρόνων. Επίσης η κληρονομικότητα και η ηλικία συμβάλλουν αποφασιστικά στην εμφάνιση της νόσου. Στα πρώτα στάδια παρατηρείται μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενώ η παραγόμενη ποσότητά της είναι αυξημένη μια κατάσταση που ονομάζεται ινσουλινοαντοχή. Η πρώτη αντιμετώπιση είναι ο έλεγχος του βάρους, η άσκηση και η υγιεινή διατροφή και στη συνέχεια προτείνεται πρώτα η χορήγηση αντιδιαβητικών δισκίων στη συνέχεια ινσουλίνης ή συνδυασμός τους ανάλογα με την εξέλιξη της.
Ο διαβητικός ασθενής αποτελεί μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του και θέλει ιδιαίτερη προσέγγιση και φροντίδα. Είναι από τους πιο συχνούς επισκέπτες του φαρμακείου και εναπόκειται και στο φαρμακοποιό να συνεισφέρει στη σωστή εκπαίδευσή του, στη συμμόρφωσή του όσον αφορά την θεραπεία αλλά και τον σωστό έλεγχο και την αλλαγή του τρόπου ζωής (διατροφή, άσκηση κλπ). Παρά το ότι έχουν εξελιχθεί και τα φάρμακα και οι τρόποι ελέγχου, εν τούτοις οι διαβητικοί ασθενείς αυξάνονται υπερβολικά για τους λόγους που προαναφέραμε και οφείλουμε καθημερινά να ασκούμε στο βαθμό που μας επιτρέπεται την καλή μας επιρροή και στους διαβητικούς ασθενείς, αλλά και σε αυτούς που έχουν την προδιάθεση να εμφανίσουν διαβήτη.
Περιοδικό Σύμβουλος Υγείας, Τεύχος 60
Χαράλαμπος Μοσχόβης, Φαρμακοποιός, bmoschovis@yahoo.gr
Σχολιάστε